- τροχιλεία
- ἡ, Αβλ. τροχαλία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροχιλείας — τροχιλείᾱς , τροχιλεία block and tackle equipment fem acc pl τροχιλείᾱς , τροχιλεία block and tackle equipment fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχαλία — Απλή μηχανή η οποία αποτελείται από ένα δίσκο, που στρέφεται γύρω από έναν άξονα ο οποίος διέρχεται από το κέντρο του. Στην εξωτερική περιφέρεια της τ. υπάρχει αύλακα, στην οποία προσαρμόζεται το σχοινί ή γενικά ένα όργανο έλξης. Η τ. χρησιμεύει… … Dictionary of Greek